- προσεπινεύω
- Αεπιδοκιμάζω επίσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐπινεύω «συγκατανεύω, επιδοκιμάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεύω — (ΑΜ νεύω) 1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά 2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με… … Dictionary of Greek
προσεπινεύσας — προσεπινεύσᾱς , προσεπινεύω bend forward the head towards aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)